- τούρκεμα
- το, Ν [τουρκεύω]1. (κατά την τουρκοκρατία) η αλλαξοπιστία, η προσχώρηση στον μωαμεθανισμό, εκτουρκισμός2. η κατάληψη περιοχών από τους Τούρκους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τούρκεμα — το, ατος 1. εκτουρκισμός εξισλαμισμός: Το μεγάλο τούρκεμα έγινε το 16ο αι. 2. αυτός που με τη βία έγινε Τούρκος: Ο γενίτσαρος είναι τούρκεμα. 3. υποδούλωση στους Τούρκους: Το τούρκεμα της Πόλης. 4. μανιώδης οργή, σφοδρός θυμός: Κοίταξε τούρκεμα,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκτουρκισμός — ο 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκτουρκίζω, το τούρκεμα 2. η προσαρμογή λέξεων άλλων γλωσσών στο τυπικό τής Τουρκικής … Dictionary of Greek
εκτουρκισμός — ο η μεταβολή σε Τούρκο ή τουρκικό, το τούρκεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)